- ἐξέπτυσα
- ἐκπτύωspit outaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐξέπτυσ' — ἐξέπτυσα , ἐκπτύω spit out aor ind act 1st sg ἐξέπτυσε , ἐκπτύω spit out aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεφτώ — άω και ξεφτίζω και ξεφτύζω 1. (σχετικά με ενδύματα) χαλώ την ύφανση στην άκρη τού υφάσματος ώστε να μείνουν ξέφτια 2. φθείρομαι από την πολλή χρήση, αποκτώ ξεφτίδια 3. (για αντικείμενα) χάνω το επίχρισμά μου 4. χάνω την αξία μου, χρεωκοπώ,… … Dictionary of Greek